γίγγρος

γίγγρος
γίγγρος, ο (Α)
φρ. «γίγγρος αὐλός» — ο γίγγρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς πρόκειται για εκφραστικό αναδιπλασιασμένο σχηματισμό *γιρ -γρ -ο- με ανομοίωση (πρβλ. γήρυς, γερανός, λατ. gingriō)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γίγγλαρος — γίγγλαρος, ο (Α) μικρός αιγυπτιακός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γίγγρος, με ανομοίωση και παρέκταση με ρ ] …   Dictionary of Greek

  • γίγγρας — γίγγρας, ο (Α) 1. μικρός φοινικικός αυλός ή φλογέρα που παράγει οξείς και λυπητερούς τόνους 2. ο ήχος τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γίγγρος*) …   Dictionary of Greek

  • γιγγλισμός — γιγγλισμός, ο (Α) 1. το γαργάλημα 2. το φίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος} …   Dictionary of Greek

  • γιγγράινος — γιγγράϊνος, ον (Α) [γίγγρος] αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στον γίγγρα …   Dictionary of Greek

  • γιγγραντός — γιγγραντός, ή, όν (Α) [γίγγρος] (για μουσικές μελωδίες) αυτός που έχει συντεθεί για να εκτελεσθεί με γίγγρα …   Dictionary of Greek

  • ger-2 —     ger 2     English meaning: to scream (in expr. forms)     Deutsche Übersetzung: in Schallworten, especially for “heiser schreien”     Material: A. O.Ind. járatē “ it rushes, sounds, crackles, shouts “, jarü “ the rustling, murmuring “ (or to …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”